- κατανίσσομαι
- κατανίσσομαι (Α)1. κατέρχομαι από κάποιο μέρος2. πηγαίνω σε κάποιο μέρος3. διέρχομαι από κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανίσσεται — κατανίσσομαι go pres ind mp 3rd sg κατανίζω wash well aor subj mid 3rd sg (epic) κατανίζω wash well fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)